ενδοκαρδίτιδα

ενδοκαρδίτιδα
Φλεγμονή του ενδοκαρδίου ή και των καρδιακών βαλβίδων, που συνήθως οφείλεται σε δευτεροπαθή βακτηριδιακή λοίμωξη, αλλά και σε άλλους παθογόνους παράγοντες. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει γενικά ταχυκαρδία, πυρετό, συμπτώματα εγκατεστημένης καρδιακής βλάβης (λόγω των ανατομικών αλλοιώσεων των βαλβίδων) και, μετά από οξεία ή χρόνια πορεία, συχνά καταλήγει σε θάνατο. Η προφυλακτική χορήγηση αντιβίωσης κατά τη διάρκεια οδοντιατρικών επεμβάσεων και η σχολαστικότητα στην πλήρη θεραπεία πρωτοπαθών λοιμώξεων συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη των ε. Οι συχνότερες μορφές ε. είναι η ρευματική και η μικροβιακή οξεία ή υποξεία. Η πρώτη περιλαμβάνεται στην κλινική εικόνα του ρευματικού πυρετού. Η οξεία μικροβιακή ε. ονομαζόταν κακοήθης πριν από τη χρησιμοποίηση των αντιβιοτικών, εξαιτίας της κακής πρόγνωσης της νόσου. Συνήθως οφείλεται στην εγκατάσταση σταφυλόκοκκων ή άλλων μικροβίων στις βαλβιδικές γλωχίνες· κλινικά χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση σηπτικών εμβόλων στο υπόδερμα, στο μυοκάρδιο, στον εγκέφαλο κ.α.· τα έμβολα αυτά σχηματίζονται από σηπτικά τεμάχια του φλεγμονώδους ιστού των βαλβίδων. Μια νέα αιτία ε. είναι οι εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς· πολλές από αυτές οφείλονται σε κοινά μικρόβια, όπως οι λευκοί σταφυλόκοκκοι. Η υποξεία μικροβιακή ε. εμφανίζεται σε καρδιακές βαλβίδες που έχουν ήδη αλλοιωθεί από προηγούμενες λοιμώξεις και σχεδόν πάντα οφείλεται στον στρεπτόκοκκο. Τα αντιβιοτικά βελτίωσαν σημαντικά την εξέλιξη των μικροβιακών ε. Η πρόγνωση της ρευματικής ε. εξαρτάται από την όλη πορεία της νόσου και από τη βαλβιδική βλάβη που δημιουργήθηκε.
* * *
η
φλεγμονή τού ενδοκαρδίου που προκαλείται από λοιμώδεις νόσους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκάρδιο — Ορώδης, λεπτός υμένας που καλύπτει την καρδιά εσωτερικά. Αποτελεί συνέχεια του εσωτερικού χιτώνα των φλεβών, καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των κόλπων, των κολποκοιλιακών βαλβίδων και επανέρχεται στον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών. Επιφανειακά… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκαρδιτικός — ή, ό ο σχετικός με την ενδοκαρδίτιδα …   Dictionary of Greek

  • καρδίτιδα — η φλεγμονή τής καρδιάς, όρος που περιλαμβάνει την περικαρδίτιδα, την ενδοκαρδίτιδα και τη μυοκαρδίτιδα …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καρδιομυοπάθεια — Οποιαδήποτε ασθένεια προσβάλλει τον καρδιακό μυ. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, εκφυλιστική (στη γεροντική ηλικία) ή δευτεροπαθής (οπότε στα αίτια συμπεριλαμβάνονται τοξική βρογχοκήλη, σύφιλη, υπέρταση, ενδοκαρδίτιδα κλπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”